- απόκτημα
- το приобретение; достояние (тж, перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόκτημα — απόκτημα, το και απόχτημα, το, ατος ό,τι έκαμε κανείς κτήμα του: Ένας καλός φίλος είναι μεγάλο απόκτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόκτημα — κ. χτημα, το (Μ ἀπόκτημα) ό,τι αποκτά κανείς νεοελλ. κάτι εξαιρετικά πολύτιμο … Dictionary of Greek
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek
Marcos Paulo Aguiar de Jesus — Pepe Personal information Full name Marcos Paulo Aguiar de Jesus Date of birth 4 October 1983 ( … Wikipedia
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
επίκτημα — ἐπίκτημα, τὸ (AM) απόκτημα που βρίσκεται έξω από το σπίτι τού κατόχου … Dictionary of Greek
εύρημα — και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) [ευρίσκω] 1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα τής έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»… … Dictionary of Greek
θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θεοσοφία — Η γνώση των θείων πραγμάτων που αποκτάται με έμπνευση, η οποία προέρχεται από τον Θεό. Μία τέτοια γνώση όμως δεν αποτελεί το τέρμα της αναζήτησης, όπως συμβαίνει με τη θεολογία, αλλά αντίθετα αντιπροσωπεύει ένα πηγαίο απόκτημα, που προέρχεται από … Dictionary of Greek
κειμήλιος — ο (ΑΜ κειμήλιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το κειμήλιο(ν) πολύτιμο αντικείμενο που φυλάγεται ως ενθύμιο νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. καθετί που έχει μεγάλη ιστορική, ηθική, καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία («κειμήλια τής Επανάστασης τού 1821) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… … Dictionary of Greek